- πυκνώσῃς
- πυκνάζωto be frequentfut part act fem dat pl (epic)πυκνόωmake closeaor subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βρογχοφωνία — η ισχυρή αλλά συγκεχυμένη αντήχηση της φωνής του αρρώστου κατά την ακρόαση του θώρακα πάνω από περιοχή πνευμονικής πύκνωσης … Dictionary of Greek
ηχώ — Φαινόμενο ανάκλασης του ήχου, κατά το οποίο ένας ήχος ακούγεται επαναλαμβανόμενος ακόμα και πολλές φορές –ολόκληρος ή ένα μέρος του– ορισμένο χρόνο μετά τη στιγμή της εκπομπής του. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται όταν o ήχος –ο οποίος διαδίδεται… … Dictionary of Greek
σαρδέλα — (sardina pilchardus). Τελεόστεο της οικογένειας των Κλυπεϊδών, της τάξης των κλυπεόμορφων. Το ψάρι αυτό, που δεν έχει δόντια και το μήκος του κυμαίνεται μεταξύ 15 25 εκ., τρέφεται με πλαγκτόν, και ζει στον Ατλαντικό μεταξύ Μαδέρας και Ιρλανδίας,… … Dictionary of Greek
σωληνώδης — ες / σωληνώδης, ῶδες, ΝΜΑ [σωλήν, ῆνος] σωληνοειδής* νεοελλ. φρ. «σωληνώδες φύσημα» ιατρ. είδος βρογχικής αναπνοής, κατά το οποίο ο αέρας δεν εισέρχεται στις κυψελίδες, λόγω εκτεταμένης πύκνωσης τών πνευμόνων … Dictionary of Greek
διακρότημα — Φαινόμενο που οφείλεται σε μία ακολουθία αυξήσεων και ελαττώσεων της έντασης ενός ήχου, ο οποίος προέρχεται από την επαλληλία δύο ηχητικών κυμάνσεων με μικρή διαφορά στο ύψος, δηλαδή στις συχνότητές τους. Γενικότερα, το δ. ορίζεται ως η σύνθεση… … Dictionary of Greek